ἀκολουθήσειν

ἀκολουθήσειν
ἀκολουθέω
follow
fut inf act (attic epic)
ἀ̱κολουθήσειν , ἀκολουθέω
follow
futperf inf act (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επισχυρίζομαι — ἐπισχυρίζομαι (Α) (αμφίβ. γραφ.) επιμένω στη γνώμη μου, αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι («τῶν δὲ οὐκ ἀκολουθήσειν ἐπισχυριζομένων», Αρρ.) διαφ. γραφή ἀπισχυριζομένων* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”